- χρυσομελιτάρης
- ο, Ναυτός που έχει το χρώμα τού μελιού, που χρυσίζει («κυρά μου, εσύ 'σαι ο ποταμός ο χρυσομελιτάρης», δημ. τραγούδι).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + μέλι, -ιτος + κατάλ. -άρης (πρβλ. περιβολ-άρης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.